- υπεράμωμος
- -ον, Μ [ἄμωμος](για τον Χριστό ή για την Θεοτόκο) στον υπέρτατο βαθμό άμωμος, απόλυτα αγνός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανυπεράμωμος — ον, Μ ο καθ όλα ανεπίληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπεράμωμος] … Dictionary of Greek